- ανθοβολία
- ητο πέσιμο των λουλουδιών του φυτού: Η άνοιξη ήταν προχωρημένη κι είχε πια αρχίσει η ανθοβολία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.